16/9/19

Φεστιβάλ ΚΝΕ; Ποιο Φεστιβάλ; Ας μείνει “μεταξύ μας…”

Tα Φεστιβάλ περνάνε και φεύγουν, χωρίς να κοιτάνε τη δική μας μελαγχολία. Και όταν ξεστήνεις ένα Φεστιβάλ, νιώθεις σαν ένα παιδί που έχει στήσει μια πολιτεία ολόκληρη με τα παιχνίδια του, και το μαλώνει η μαμά του πως δεν μπορεί να μείνουν έτσι και πρέπει να τα μαζέψει.
Αλλά όποιος θέλει ένα ανκόρ, για να ευχαριστηθεί, μπορεί να πάει στην Αθήνα, και να γεμίσει το μυαλό του με αναμνήσεις για 12 μήνες, όπως άλλοι γεμίζουν μπαταρίες στις διακοπές τους -όταν μπορούν να πάνε. Ή αλλιώς, να του φανεί αχανής ο χώρος, να πάθει αγοραφοβία από τον άπειρο κόσμο, και να αρχίσει να φωνάζει κλαίγοντας τη μαμά του, σα μικρό παιδί, που το βγάζει πάντα από μέσα μας το Φεστιβάλ -είτε έτσι είτε αλλιώς.
Και τι μένει πίσω σε όσους έζησαν το τριήμερο της Θεσσαλονίκης; Μήπως είμαστε απλώς μια απλή προφεστιβαλική για τις εκδηλώσεις της Αθήνας; Όχι σύντροφοι, δεν μπορούμε να το πούμε αυτό. Προφανώς μιλάμε για τελείως διαφορετικά μεγέθη, αλλά τα… “προβλήματα” είναι τα ίδια, όπως σε όλες τις μεγαλουπόλεις. Κοσμοπλημμύρα, ουρές στην ταβέρνα, και αν αργήσεις λίγο, δύσκολα βρίσκεις να κάτσεις ή καλή θέση για να παρκάρεις.
Το καλό εδώ στο Βορρά είναι πως όλα είναι πιο κοντά, οι αποστάσεις μικρότερες, και δεν είναι δύσκολο να μοιράσεις στα δύο και στα τρία το χρόνο σου, ανάμεσα στις σκηνές του Φεστιβάλ. Ακριβώς όπως κι η Θεσσαλονίκη σαν πόλη. Αλλά η Αθήνα σου δίνει σαφώς περισσότερες επιλογές, όπου μπορεί να στέκεσαι σαν τον Τραβόλτα στο γνωστό meme και να μην ξέρεις πού να πρωτοπάς.
Η Θεσσαλονίκη -και οι άλλες πόλεις αυτό το διήμερο- είναι κάτι παραπάνω από μια προφεστιβαλική. Και της Αθήνας είναι κάτι παραπάνω από ένα απλό Φεστιβάλ. Και ας το θάβουν κανονικά τα κυρίαρχα ΜΜΕ, για να κρατήσουν το μυστικό μερικές δεκάδες χιλιάδες κόσμου, που απομονώνονται από τους άλλους. Καλύτερα παιδιά, γιατί δε χωράμε πολλοί ακόμα. Ας μείνει “μεταξύ μας”.
Τακτοποιώντας τις αναμνήσεις της τρίτης μέρας -εκτός από τη χιπ-χοπ ενότητα– στα συρταράκια της μνήμης, θα σταθούμε τροχάδην στα εξής.
-Στην ανώδυνη εμφάνιση της Τζώρτζια των Μπλε, που όσο φωνάρα είναι, τόσο τρέμεις τι θα πει, όταν πιάνει το μικρόφωνο ανάμεσα στα τραγούδια, και μπαίνει μέσα της η Σώτη Τριανταφύλλου. Τώρα όμως την βγάλαμε καθαρή, με ένα σχόλιο ότι πρέπει να αλλάξουμε για να προκύψει κάτι διαφορετικό*. Και ένα νάζι στο Λάκη, όταν τελείωνε το “Παλτό”, ότι μοιάζει (η Τζώρτζια) σε αυτόν (τον Λάκη). Έχουμε το ίδιο μαλλί, της απάντησε αυτός.
*Αφιερωμένο
Άλλο να λες ότι είσαι η διαφορά

Άλλο να φτιάχνεις την διαφορά
Και είναι αντιφατικό ίσως -σαν τη ζωή και τη διαλεκτική που κινεί τους νόμους της- ότι ένα 70χρονο παιδί σαν το Λάκη μάζεψε τον πιο πολύ κόσμο. Αλλά η δική του σχέση με το κοινό δε γερνάει ποτέ. Ακόμα και όταν δεν έχει πολλή όρεξη για πλάκες, και τραγουδάει σοβαρά τα δικά του τραγούδια ή αφήνει στη μέση αυτά που ξεκίνησε, γιατί δεν του άρεσαν…
Την ίδια στιγμή στην Κεντρική Σκηνή γινόταν ο απόλυτος πανικός για το αφιέρωμα στο Μητροπάνο, αντίστοιχος της προηγούμενης μέρας, στη συναυλία του Βασίλη. Η σκηνή ήταν τόσο γεμάτη, που ακόμα και οι κλασικοί θαμώνες της Λαϊκής Σκηνής, που βγάζουν όλο το βράδυ εκεί, με τη ρετσίνα στο χέρι, έπαιρναν στην πλάτη τραπέζια και καρέκλες, για να μετακομίσουν λίγο παραπέρα. Ακόμα και τώρα που δεν είναι εδώ, ο Μητροπάνος μαζεύει και μαγεύει τα πλήθη, όσο λίγοι.
Μια γεύση μπορείτε να δείτε και εδώ.

Πριν μπουν όμως τα παιχνίδια στο κουτί, αξίζει να πάρει κανείς μια τελευταία γεύση, το πριν και το μετά, από τα βίντεο που ανέβασε η ΚΝΕ.
Εδώ είναι ο χώρος λίγο πριν την έναρξη.
Και εδώ τα πλάνα που έβγαλε το drone των συντρόφων, με το λαϊκό προσκύνημα στην κεντρική για το Βασίλη, στο αποκορύφωμα ίσως της προσέλευσης.
Κι όταν κοιτάς από ψηλά…


13/9/19

Για εκείνο το παιδί που ήσουν κάποτε

Θυμήθηκα προχθές που ήμασταν μικροί και τρέχαμε όλοι μαζί στη γειτονιά. Γλιστρούσαμε στα πεσμένα μούρα και τα γόνατά μας σκίζονταν και δε ξεχώριζες το αίμα μες στο μπλαβί το χρώμα απ’ τους γλυκούς καρπούς. Τρέχαμε σα να θέλουμε από κάπου να ξεφύγουμε. Κάναμε πως ξεχνούσαμε τα ρολόγια στο σπίτι για να κάτσουμε λίγο παραπάνω ”στο δρόμο”. Έτσι λέγαμε τη γειτονιά μας. Έπεφτε η νύχτα κι εμείς τότε παίζαμε κρυφτό. Ήταν ακόμα πιο δύσκολο να σε βρει κανείς μες στο ημίφως.
Θυμήθηκα, άλλοτε, που παίζαμε μπουγέλο και χτυπούσαμε ο ένας τον άλλον για πλάκα με τις νερόμπομπες και δε μας ένοιαζε που μούσκευαν τα ρούχα μας. Την τελευταία μέρα κάθε σχολικής χρονιάς, ανυπομονούσαμε λίγο πριν το μεσημέρι για την “ελεύθερη ώρα” για να βγάλουμε τα σακουλάκια με τα πολύχρωμα μπαλονάκια και να τρέξουμε στην αυλή. Τι συναίσθημα! Ο ήλιος να καίει και εμείς να νιώθουμε σα να είμαστε έτοιμοι να κατακτήσουμε τον κόσμο. Στήναμε μικρά φρούρια και νιώθαμε πιο άτρωτοι από ποτέ.
Θυμήθηκα που λίγο μετά φεύγαμε για τις διακοπές μας. Ο ένας στο νησί, ο άλλος στο χωριό, κάποιοι έφευγαν στην κατασκήνωση. Δίναμε ραντεβού αρχές Σεπτέμβρη, για το πρώτο παιχνίδι της νέας – σχολικής – χρονιάς. Ανυπομονούσαμε για την επιστροφή και μέχρι να έρθει η ώρα της, μετρούσαμε τα παγωτά και τα μπάνια. Στέλναμε γράμματα και κλείναμε μέσα άμμο, αρμυρίκια και βότσαλα. Βρέχαμε το χαρτί με θαλασσινό νερό.
Ήταν παλιά που οι τηλεοράσεις ήταν ασπρόμαυρες και τα όνειρά μας έγχρωμα. Είναι και τώρα, που οι οθόνες μας είναι έγχρωμες και τα όνειρά μας γκρίζα. Να θυμάσαι λένε, να μη ξεχνάς. Να παίρνεις δύναμη, να ξαναρχίζεις. Οι μνήμες. Ύπουλο πράγμα. Μα και τι βάλσαμο…
Τώρα μεγαλώσαμε και είμαστε σκορπισμένοι πάνω στην υδρόγειο. Ο ένας στην Αγγλία, ο άλλος Γερμανία, κάποιοι έμειναν εδώ και άλλοι θα φύγουν όπου να ‘ναι.
Τώρα τρέχουμε κάτι για να προλάβουμε, χωρίς να παίζουμε κυνηγητό. Μας χτυπάνε από παντού, χωρίς νερόμπομπες: είναι το άγχος κι οι υποχρεώσεις. Φεύγουμε για να βρούμε ένα καλύτερο αύριο – γιατί πια είναι το αύριο που μας νοιάζει και χάνουμε το τώρα.
Τώρα δε ξέρουμε πότε θα γυρίσουμε. Μήτε κι ανυπομονούμε για την επιστροφή. Μεγαλώσαμε, βλέπεις, και τώρα μιλάμε σπάνια. Δεν ανταλλάσσουμε πια γράμματα, ούτε μετράμε τα παγωτά.
Κι όμως, πριν λίγο καιρό επέστρεψα “στο δρόμο”. Στο δικό μας δρόμο. Ήταν όλα εκεί. Όπως τα είχαμε αφήσει. Μπορεί κάποιοι από τους μεγάλους να λείπουν, μα είμαι σίγουρη πως είναι ακόμα εκεί. Τα πεσμένα μούρα ήταν ακόμα εκεί. Έσκυψα κι έβαλα στο χέρι μου μερικά κι εκείνα γίνανε μπλαβιά. Κι εμείς, τα παιδιά. Ήμασταν ακόμα εκεί. Άκουσα τις φωνές μας και τα ξεκαρδίσματά μας μου τρύπησαν τ’ αυτιά. Είχα ξεχάσει το ρολόι μου κι έτσι δεν πρόσεξα πως τα χρόνια είχαν περάσει κι έπρεπε να γυρίσω πίσω στο σπίτι. Είχαν βγει οι γονείς μας στα μπαλκόνια και μας γύρευαν. Έτρεξα να προλάβω μη με δουν και σου μαρτυρήσουν πού έχω κρυφτεί.
Φώναξα “φτου ξελευθερία” και το παιχνίδι τελείωσε. Έπρεπε να σηκωθώ για να πάω στη δουλειά.