Aπό τα μεγαλύτερα ανέκδοτα που υπάρχουν είναι ότι το ποδόσφαιρο δεν συνδέεται με την πολιτική. Είτε μας αρέσει είτε όχι η πολιτική υπάρχει παντού. Το ποδόσφαιρο ως όπιο του λαού ανέκαθεν προκαλούσε ένα ισχυρότατο μέσο ώστε να εξυπηρετηθούν πολιτικά συμφέροντα και φυσικά από την άλλη ήταν και το μέσο να ακουστεί η φωνή του λαού, όπως π.χ. με τους οπαδούς της Ζανκτ Πάουλι.
Και αν εδώ στην Ελλάδα λίγο πολύ όλες οι ομάδες παίρνουν θέση για κοινωνικοπολιτικά ζητήματα μέσω των οπαδών τους (χωρίς να εκφράζουν αυτές τον σύλλογο συνολικά πάντα), στην γειτονική μας Ιταλία υπάρχουν δύο σύλλογοι που όχι μόνο είναι γνωστοί για τις πολιτικές θέσεις των φανατικών τους, αλλά εκπροσωπούν και τα δύο πολιτικά φάσματα που είναι εξ’ολοκλήρου αντίθετα: τον κομμουνισμό και τον φασισμό. Οι ομάδες είναι η Λιβόρνο και η Λάτσιο αντίστοιχα. Κάθε παιχνίδι τους ήταν περισσότερο μια μάχη ιδεών, ένας πόλεμος, παρά ποδοσφαιρικό παιχνίδι.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ιταλίας γεννήθηκε στην πόλη του Λιβόρνο επομένως οι οπαδοί της ομώνυμης ομάδας δεν θα γινόνταν να μην είναι βαμμένοι «κόκκινοι». Αυτό που γουστάρουν να κάνουν είναι να ανεμίζουν ψηλά σημαίες του Τσε Γκεβάρα, να τραγουδούν τα «Bella Ciao» και το «Bandiera Rossa» και να δείχνουν το μίσος τους προς τον φασισμό. Εννοείται δεν αφήνουν κοινωνικές εξελίξεις αναπάντητες και δεν έχουν ξεχάσει και τα γεγονότα που έχουν διαδραματιστεί και στην χώρα μας (άνοδος Χρυσής Αυγής, αποδοκιμασίες εναντίον Κατίδη, δολοφονία Παύλου Φύσσα). Το 1999 σχηματίστηκε η “Brigate Autonome Livornesi” (BAL99), η οποία ένωσε τους οπαδούς της ομάδας και ουσιαστικά αντιπροσώπευε τους ultras μέχρι την διάλυσή της το 2003.
Όπως αναφέραμε πριν, κάθε αγώνας της Λιβόρνο και της Λάτσιο ήταν μια μάχη. Κάθε στρατός έχει τον δικό του ηγέτη που βλέπει στο πρόσωπό του όλα όσα αντιπροσωπεύει και περιμένει από αυτόν να τον ανεβάσει επίπεδο. Γι’αυτές τις δύο ομάδες ηγέτες και αντιπρόσωποι των οπαδών στο γήπεδο ήταν ο Κριστιάνο Λουκαρέλι και ο Πάολο Ντι Κάνιο αντίστοιχα.
Γέννημα θρέμμα του Λιβόρνο, ο Κριστιάνο Λουκαρέλι (4-10-1975) θα περίμενε μέχρι τα 28 του να παίξει στην ομάδα της καρδιάς του και να γίνει το παντοτινό της ποδοσφαιρικό είδωλο. Μέχρι να πάει εκεί είχε αλλάξει 8 ομάδες (πέρασε και από Ισπανία) και το 2003 επιτέλους μεταγράφεται στην Λιβόρνο που μόλις είχε ανέβει στην Serie B. Πριν μεταφραφεί εκεί, ενώ έπαιζε στην Τορίνο, προσποιήθηκε τραυματισμό και παρακολούθησε τον αγώνα που εξασφάλισε την άνοδο της Λιβόρνο μαζί με τους φανατικούς οπαδούς στο πέταλο και μετά το τέλος του αγώνα εισέβαλε μαζί τους στο γήπεδο για τα πανηγύρια. To τι θα ακολουθούσε ήταν μαγικό. 29 γκολ σε 38 αγώνες υπογράφουν τον άμεσο προβιβασμό της Λιβόρνο στην Serie A και την επόμενη χρονιά συνεχίζει ακάθεκτος με 24 γκολ και την Λιβόρνο να καπαρώνει την 8η θέση. Tην τρίτη χρονιά την οδηγεί στην 6η θέση και στο κύπελλο ΟΥΕΦΑ. Με 92 γκολ σε μια τετραετία γίνεται οριστικά ένας θρύλος του συλλόγου.
Όπως όλα τα παραμύθια, έτσι και του Λουκαρέλι είχε ένα πικρό τέλος, αλλά μόνο ποδοσφαιρικά μιλώντας. Το 2007 η απομάκρυνση του κόουτς Αριγκόνι τον φέρνει σε κόντρα με την διοίκηση και εκφράζει την επιθυμία του να φύγει, προκαλώντας την αποδοκιμασία των οπαδών που τον είχαν σαν θεό. Τελικά μεταγράφεται στην Σαχτάρ, γίνοντας ο πρώτος Ιταλός που αγωνίζεται ποτέ στην Ουκρανία. Το συμβόλαιό του πλέον θα ήταν 10ψήφιο όπως και το επόμενο με την Πάρμα, με την φανέλας της οποίας αποθεώθηκε όταν γύρισε στο Λιβόρνο. Δεν ήταν ποτέ ξανά ο μπόμπερ που ήταν στην Λιβόρνο αλλά αναγεννήθηκε όταν πήγε δανεικός στην ομάδα του το 2009 σκοράροντας 10 γκολ. Το 2012 αποσύρθηκε απο την ενεργό δράση.
Πανύψηλος, παντοδύναμος, με την εξαίρετη αίσθηση του γκολ που έχουν οι Ιταλοί επιθετικοί, μπορούσε να σκοράρει από όπου ήθελε.
Δεν ήταν μόνο τα ποδοσφαιρικά κατορθώματα και το τατουάζ του σήματος της Λιβόρνο που τον έκαναν θρύλο στην γενέτειρά του. Γεννημένος σε μια φτωχογειτονιά που ονομάζονταν «Σανγκάη», το ποδόσφαιρο ήταν από νωρίς μια δραπέτευση γι’αυτόν. Ο ίδιος περιγράφει τις μέρες του να αποτελούνται από ποδόσφαιρο από το πρωί μέχρι το βράδυ μαζί με τον αδερφό του Alessandro. Μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον επηρεασμένο από τον Τσε Γκεβάρα και οι πολιτικές του πεποιθήσεις θα τον ακολουθούσαν σε όλη του την ζωή. Αυτές που τον εναρμόνιζαν με τους οπαδούς της ομάδας που αγαπούσε. Αυτές που τον έκαναν έναν τελείως διαφορετικό ποδοσφαιριστή από τον τυπικό εκατομμυριούχο. Αυτές που τον απέκλεισαν από την Εθνική ομάδα της Ιταλίας για 8 χρόνια όταν έπαιξε με την Κ21 και μετά από γκολ φανέρωσε το μπλουζάκι με τον Τσε Γκεβάρα.
Τότε που είχε δηλώσει «ήταν ένα εθνικό σκάνδαλο. Ήθελα απλά να εξηγήσω ότι είναι το σύμβολο των οπαδών της Λιβόρνο και ήταν ο τρόπος μου να πω ευχαριστώ αλλά όλες οι προσπάθειές μου ήταν μάταιες. Ωστόσο εκείνη την μέρα έγινα κάπως ο ήρωας των οπαδών της και ήταν ακριβώς αυτό που ήθελα».
Ο Κριστιάνο δεν πουλούσε οπαδιλίκι. Το αίμα του ήταν απλά «πιο κόκκινο» γιατί έτσι γεννήθηκε. Όταν πανηγύριζε σήκωνε την γροθιά ψηλά. Είχε γνωρίσει την κόρη του Τσε Γκεβάρα από κοντά. Η φήμη το χε να έχει το «Red Flag» ή την » Bandiera Rossa» σαν ήχο κλήσης στο κινητό. Να γιορτάζει τα γενέθλια του Στάλιν (πάλι φήμη). Όταν έφτασε στην Λιβόρνο δήλωσε «άλλοι υπογράφουν σε ομάδες για να αγοράσουν μια Φερράρι, ή ένα γιώτ που κοστίζουν εκατομμύρια λιρέτες. Εγώ αγόρασα την φανέλα της Λιβόρνο…». Όταν έπαιζε και έβαζε το ένα γκολ μετά το άλλο δήλωσε:«στην Λιβόρνο παίρνουμε εχθρικά σφυρίγματα επειδή είμαστε κομμουνιστές» . Δεν έμενε στα λόγια φυσικά. Είχε κόψει κατά 50% τον μισθό του για να παίξει στην Λιβόρνο μετά την Τορίνο .Είχε διαλέξει τον αριθμό 99 στην φανέλα του (το έτος ίδρυσης της BAL99), είχε πληρώσει λεωφορείο να μεταφέρει οπαδούς της Λιβόρνο που είχαν εμπλακεί σε επεισόδια, είχε γίνει και γραφικός σε πανηγυρισμό. Γιατί εκεί που άλλοι φιλάνε το σήμα, ο Κριστιάνο έβγαζε την φανέλα του και προσποιούνταν πως έκανε έρωτα μαζί της.
Μεγάλο ποσό της μεταγραφής του όταν πήγε στην Σαχτάρ το έδωσε στην πόλη για να φτιαχτούν θέσεις εργασίας ενώ το 2007 ίδρυσε μια τοπική εφημερίδα, την Corriere di Livorno, η οποία κράτησε μέχρι το 2010. Μαντέψτε τι ημερομηνία κυκλοφόρησε. Ναι 9 Σεπτεμβρίου του 2007 (9/9), που παραπέμπει στο γνωστό 99 που είπαμε πάνω. Στόχος της εφημερίδας ήταν να προσφέρει αντικειμενική ενημέρωση που δεν θα είχε καμία μεροληψία από την πλευρά του βαμμένου κόκκινου Λουκαρέλι.
Άλλες δηλώσεις όπως «δεν ανέχομαι να λέει ένας ποδοσφαιριστής ότι είναι κουρασμένος. Είναι προσβολή για την εργατική τάξη» τον κατατάσουν αυτόματα σαν έναν αθλητή που είχε ξεφύγει προ πολλού από τα ποδοσφαιρικά πλαίσια. Γιατί μπορεί να ναι πλούσιος και διάσημος όπως έχει πει, αλλά δεν έχει ξεχάσει ποτέ τις καταβολές του.
Κάποτε σε ομιλία του είχε τονίσει ότι ο ηρωικός loser είναι κατάρα για τον σύγχρονο ποδοσφαιριστή, σε μια εποχή που η νίκη είναι ταυτόσημη με την επιτυχία. Το παιδί που έφυγε από το Λιβόρνο με το τραίνο κλαίγοντας για την πρώτη του ομάδα έγινε θρύλος. Ένας comandante, ο απόλυτος ηγέτης και είδωλο των οπαδών. Όπως είχε πει και ο Σέρζε Κόσμι μετά από ένα 3-3 της Ρόμα με την Λιβόρνο την αγωνιστική περίοδο 2009-2010 και το χατ-τρικ του πρώτου, ο Λουκαρέλι ΕΙΝΑΙ η Λιβόρνο. Όλα όσα αντιπροσωπεύει αυτός ο σύλλογος, εντός και εκτός γηπέδου. Τόσο ψηλά που ενώ κατηγορήθηκε ακόμη και για συμμετοχή σε στημένα από τους οπαδούς της αγαπημένης του ομάδας, γύρισε και αποθεώθηκε. Οι ιστορίες ποδοφαιριστών σαν αυτόν και τον Χοσέμπα Ετσεμπερία της Αθλέτικ Μπιλμπάο θα αφηγούνται από πατέρες σε γιους στις πόλεις που τους γνώρισαν και τους λάτρεψαν. Τα πρωταθλήματά τους και το κοινό της χώρας τους ωστόσο ίσως θα τους ξεχάσει κάποτε. Η περίπτωση του Λουκαρέλι ίσως είναι διαφορετική λόγω και των πεποιθήσεών του. Τραγικά υποτιμημένοι όπως και να χει. Δεν πήραν τρόπαια με τις ομάδες που αγάπησαν αλλά κέρδισαν μια παντοτινή θέση στην ιστορία τους. Ξεχώρισαν, διέλυσαν άμυνες και ας έπαιζαν σε μικρομεσαίες ομάδες, πράγμα που τους κάνει ακόμη σπουδαιότερους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου